-
1 δυστυχημα
-
2 δυστύχημα
δυστύχημαpiece of ill luck: neut nom /voc /acc sg -
3 δυστύχημα
το несчастный случай, происшествие, несчастье; авария, аварийный случай -
4 δυστύχημα
[дистихима] ουσ. о. несчастный случай, несчастье, беда.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > δυστύχημα
-
5 δυστύχημα
[дистихима] ουσ ο несчастный случай, несчастье, беда. -
6 δυστύχημα
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δυστύχημα
-
7 αεροπορικό δυστύχημα
I.τοFlugzeugabsturz mII.τοFlugzeugunglück n -
8 δυστύχημ'
δυστύχημα, δυστύχημαpiece of ill luck: neut nom /voc /acc sg -
9 δυστυχημάτων
δυστύχημαpiece of ill luck: neut gen pl -
10 δυστυχήμασι
δυστύχημαpiece of ill luck: neut dat pl -
11 δυστυχήμασιν
δυστύχημαpiece of ill luck: neut dat pl -
12 δυστυχήματα
δυστύχημαpiece of ill luck: neut nom /voc /acc pl -
13 δυστυχήματι
δυστύχημαpiece of ill luck: neut dat sg -
14 δυστυχήματος
δυστύχημαpiece of ill luck: neut gen sg -
15 беда
-
16 бедствие
-
17 катастрофа
катастрофа ж η καταστρο φή железнодорожная \катастрофа το σιδηροδρομικό δυστύχημα* * *жη καταστροφήжелезнодоро́жная катастро́фа — το σιδηροδρομικό δυστύχημα
-
18 несчастный
несчастный δυστυχής, άτυχος· \несчастный случай το ατύχημα, το δυστύχημα* * *δυστυχής, άτυχοςнесча́стный слу́чай — το ατύχημα, το δυστύχημα
-
19 несчастье
-
20 случай
случай м 1) (происшествие) το γεγονός, το συμβάν, το περιστατικό; несчастный το δυστύχημα 2) (обстоятельство) η περίπτωση· η ευκαιρία (возможность)· удобный \случай η ευκαιρία; упустить \случай χάνω την ευκαιρία; представился \случай παρουσιάστηκε η ευκαιρία; пользоваться \случайем επωφελούμαι την ευκαιρία 3) (случайность) η τύχη ◇ при \случайе, в \случайе, если... αν τυχόν, στην περίπτωση που...· ни в коем \случайе σε καμιά περίπτωση; на всякий \случай για κάθε ενδεχόμενο; по \случайю чего-л. με την ευκαιρία...· на \случай στην τύχη* * *м1) ( происшествие) το γεγονός, το συμβάν, το περιστατικόнесча́стный слу́чай — το δυστύχημα
2) ( обстоятельство) η περίπτωση; η ευκαιρία ( возможность)удо́бный слу́чай — η ευκαιρία
упусти́ть слу́чай — χάνω την ευκαιρία
предста́вился слу́чай — παρουσιάστηκε η ευκαιρία
по́льзоваться слу́чаем — επωφελούμαι την ευκαιρία
3) ( случайность) η τύχη••при слу́чае, в слу́чае, е́сли... — αν τυχόν, στην περίπτωση που…
ни в ко́ем слу́чае — σε καμιά περίπτωση
на вся́кий слу́чай — για κάθε ενδεχόμενο
по слу́чаю чего́-л. — με την ευκαιρία…
на слу́чай — στην τύχη
См. также в других словарях:
δυστύχημα — piece of ill luck neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυστύχημα — το (AM δυστύχημα) ατύχημα, κακοτυχία νεοελλ. θάνατος αρχ. στρατιωτική καταστροφή … Dictionary of Greek
δυστύχημα — το πάθημα σοβαρό, δυσάρεστο συμβάν, καταστροφή, ατύχημα: Οι γονείς τους σκοτώθηκαν σε αεροπορικό δυστύχημα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δυστύχημ' — δυστύχημα , δυστύχημα piece of ill luck neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυστυχημάτων — δυστύχημα piece of ill luck neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυστυχήμασι — δυστύχημα piece of ill luck neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυστυχήμασιν — δυστύχημα piece of ill luck neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυστυχήματα — δυστύχημα piece of ill luck neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυστυχήματι — δυστύχημα piece of ill luck neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυστυχήματος — δυστύχημα piece of ill luck neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Γκαγκάριν, Γιούρι Αλεξέγεβιτς — (Yury Alekseyevich Gagarin, Γκζατσκ1934 – 1968). Σοβιετικός κοσμοναύτης. Ήταν ο πρώτος άνθρωπος που πραγματοποίησε διαστημική πτήση (1961). Σπούδασε αρχικά τεχνικός μεταλλουργίας, ενώ παράλληλα παρακολουθούσε μαθήματα στην αεροπορική λέσχη του… … Dictionary of Greek